πλοῦτος: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλοῦτος:''' -εος, τό, = [[πλοῦτος]], <i>ὁ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[πλοῦτος]]:</b> ὁ (πιθ. από το <i>πίμ-πλημι</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[πλούτος]], [[αγαθά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, <i>ἀργύρου</i>, αυτός που αποτελείται από χρυσό και άργυρο, σε Ηρόδ.· μεταφ., γᾶς [[πλοῦτος]] [[ἄβυσσος]], λέγεται για ολόκληρη τη γη, σε Αισχύλ.· [[πλοῦτος]] εἵματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, Πλούτος, ο [[θεός]] του πλούτου, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πλοῦτος:''' -εος, τό, = [[πλοῦτος]], <i>ὁ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[πλοῦτος]]:</b> ὁ (πιθ. από το <i>πίμ-πλημι</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[πλούτος]], [[αγαθά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, <i>ἀργύρου</i>, αυτός που αποτελείται από χρυσό και άργυρο, σε Ηρόδ.· μεταφ., γᾶς [[πλοῦτος]] [[ἄβυσσος]], λέγεται για ολόκληρη τη γη, σε Αισχύλ.· [[πλοῦτος]] εἵματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, Πλούτος, ο [[θεός]] του πλούτου, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλοῦτος:''' ὁ богатство ([[ὄλβος]] τε π. τε Hom.; ἀρχαὶ καὶ πλοῦτοι Plat.): τῶν πλούτων [[ἄριστος]] Eur. лучшее из сокровищ; π. χρυσοῦ Her. золотые сокровища; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ π. Xen. духовное богатство.
}}
}}