προσπορπατός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσπορπᾱτός:''' -ή, -όν ([[πορπάω]]), στερεωμένος με [[πόρπη]], καρφιτσωμένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπορπᾱτός:''' пристегнутый, привязанный (δεσμῷ Aesch.).
}}
}}