προσωφελέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] ή [[επικουρώ]] [[επιπλέον]], [[συνεισφέρω]] [[βοήθεια]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως [[ἐπωφελέω]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''προσωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] ή [[επικουρώ]] [[επιπλέον]], [[συνεισφέρω]] [[βοήθεια]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως [[ἐπωφελέω]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσωφελέω:''' приходить на помощь, помогать (τινα и τινι Her., Eur.).
}}
}}