3,277,172
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] ή [[επικουρώ]] [[επιπλέον]], [[συνεισφέρω]] [[βοήθεια]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως [[ἐπωφελέω]], σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''προσωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] ή [[επικουρώ]] [[επιπλέον]], [[συνεισφέρω]] [[βοήθεια]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως [[ἐπωφελέω]], σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσωφελέω:''' приходить на помощь, помогать (τινα и τινι Her., Eur.). | |||
}} | }} |