Anonymous

σάρκινος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάρκῐνος:''' -η, -ον ([[σάρξ]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αποτελούμενος από [[σάρκα]], αυτός που βρίσκεται μέσα στη [[σάρκα]], κρεάτινος, [[σαρκώδης]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[σαρκικός]], αντίθ. προς [[πνευματικός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[εύσαρκος]], [[σωματώδης]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σάρκῐνος:''' -η, -ον ([[σάρξ]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αποτελούμενος από [[σάρκα]], αυτός που βρίσκεται μέσα στη [[σάρκα]], κρεάτινος, [[σαρκώδης]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[σαρκικός]], αντίθ. προς [[πνευματικός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[εύσαρκος]], [[σωματώδης]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σάρκῐνος:''' <b class="num">1)</b> мясистый (μόρια Arst.);<br /><b class="num">2)</b> состоящий из плоти, плотский (σώματα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> крупный, тяжелый ([[ἰχθύς]] Theocr.; [[ὄγκος]] Sext.).
}}
}}