3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σάρκῐνος:''' -η, -ον ([[σάρξ]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αποτελούμενος από [[σάρκα]], αυτός που βρίσκεται μέσα στη [[σάρκα]], κρεάτινος, [[σαρκώδης]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[σαρκικός]], αντίθ. προς [[πνευματικός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[εύσαρκος]], [[σωματώδης]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σάρκῐνος:''' -η, -ον ([[σάρξ]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αποτελούμενος από [[σάρκα]], αυτός που βρίσκεται μέσα στη [[σάρκα]], κρεάτινος, [[σαρκώδης]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[σαρκικός]], αντίθ. προς [[πνευματικός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[εύσαρκος]], [[σωματώδης]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάρκῐνος:''' <b class="num">1)</b> мясистый (μόρια Arst.);<br /><b class="num">2)</b> состоящий из плоти, плотский (σώματα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> крупный, тяжелый ([[ἰχθύς]] Theocr.; [[ὄγκος]] Sext.). | |||
}} | }} |