ῥέγκω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥέγκω:''' μέλ. <i>ῥέγξω</i>, [[ροχαλίζω]], Λατ. [[sterto]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· λέγεται για άλογα, (ξε)[[φυσώ]], [[ρουθουνίζω]], σε Ευρ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''ῥέγκω:''' μέλ. <i>ῥέγξω</i>, [[ροχαλίζω]], Λατ. [[sterto]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· λέγεται για άλογα, (ξε)[[φυσώ]], [[ρουθουνίζω]], σε Ευρ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ῥέγκω:''' реже [[ῥέγχω]] тж. med.<br /><b class="num">1)</b> храпеть Aesch., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> (о животных) храпеть, сопеть или фыркать Eur., Arst.
}}
}}