σέβομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σέβομαι:''' κατά κανόνα στον ενεστ.· αόρ. αʹ <i>ἐσέφθην</i>· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αισθάνομαι]] θρησκευτικό [[δέος]], [[αισθάνομαι]] [[ντροπή]], [[αισχύνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· <i>σεφθεῖσα</i>, κατειλημμένη από [[ιερό]] [[δέος]], φόβο, σε Πλάτ.· με απαρ., [[τρέμω]] από φόβο ή [[αισθάνομαι]] φόβο, [[διστάζω]] από [[συστολή]] να κάνω [[κάτι]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[τιμώ]] με θρησκευτικό [[δέος]], [[λατρεύω]], Λατ. [[veneror]], σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[επομένως]], [[ευλαβούμαι]], [[αποδίδω]] τιμές ή σεβασμό προς, σε Τραγ.
|lsmtext='''σέβομαι:''' κατά κανόνα στον ενεστ.· αόρ. αʹ <i>ἐσέφθην</i>· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αισθάνομαι]] θρησκευτικό [[δέος]], [[αισθάνομαι]] [[ντροπή]], [[αισχύνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· <i>σεφθεῖσα</i>, κατειλημμένη από [[ιερό]] [[δέος]], φόβο, σε Πλάτ.· με απαρ., [[τρέμω]] από φόβο ή [[αισθάνομαι]] φόβο, [[διστάζω]] από [[συστολή]] να κάνω [[κάτι]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[τιμώ]] με θρησκευτικό [[δέος]], [[λατρεύω]], Λατ. [[veneror]], σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[επομένως]], [[ευλαβούμαι]], [[αποδίδω]] τιμές ή σεβασμό προς, σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''σέβομαι:''' med. к [[σέβω]].
}}
}}