στραγγεύομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στραγγεύομαι:''' Μέσ. ([[στράγξ]]), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., [[αργώ]], [[αργοπορώ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στραγγεύομαι:''' Μέσ. ([[στράγξ]]), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., [[αργώ]], [[αργοπορώ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''στραγγεύομαι:''' досл. вертеться, перен. болтаться без пользы или томиться, мешкать Arph., Plat.
}}
}}