συναπολαμβάνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] από κοινού ή [[αμέσως]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συναπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] από κοινού ή [[αμέσως]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συναπολαμβάνω:''' одновременно получать (sc. τὸν μισθόν Xen.).
}}
}}