σύνθηρος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνθηρος:''' ον ([[θήρα]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για [[κυνήγι]] με [[συντροφιά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί [[κάτι]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σύνθηρος:''' ον ([[θήρα]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κυνηγάει, θηρεύει μαζί με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., αυτός που βγαίνει για [[κυνήγι]] με [[συντροφιά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κυνηγάει, αναζητεί [[κάτι]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνθηρος:''' ὁ Xen., Anth., Eur., Arph., Xen. etc. = [[συνθηρατής]].
}}
}}