συνθρύπτω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θραύω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]]· [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συνθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θραύω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]]· [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συνθρύπτω:''' досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).
}}
}}