σχηματίζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχηματίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ἐσχημάτισμαι</i>, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· [[αλλά]] με [[σημασία]] Μέσ., βλ. I. 2.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[λαμβάνω]] κάποια συγκεκριμένη [[μορφή]] ή [[σχήμα]], ή [[λαμβάνω]] μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Πλάτ.· απόλ., [[χειρονομώ]], [[χορεύω]] εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>προστάσεως ἣνσχηματίζονται</i>, λέγεται για την πομπώδη [[εμφάνιση]] ή [[έκφραση]] που λαμβάνουν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., επίσης, [[συμπεριφέρομαι]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, [[προσποιούμαι]] ότι είμαι ή κάνω [[κάτι]]· <i>ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται</i>, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]], προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δίνω]] ένα συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[μία]] συγκεκριμένη [[μορφή]] σε [[κάτι]], [[μορφοποιώ]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>σχηματίζεσθαι κόμην</i>, [[χτενίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], εξωραΐζω, σε Λουκ.· [[χειρονομώ]], κάνω χαρακτηριστικές κινήσεις, σε Ξεν.
|lsmtext='''σχηματίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ἐσχημάτισμαι</i>, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· [[αλλά]] με [[σημασία]] Μέσ., βλ. I. 2.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[λαμβάνω]] κάποια συγκεκριμένη [[μορφή]] ή [[σχήμα]], ή [[λαμβάνω]] μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Πλάτ.· απόλ., [[χειρονομώ]], [[χορεύω]] εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>προστάσεως ἣνσχηματίζονται</i>, λέγεται για την πομπώδη [[εμφάνιση]] ή [[έκφραση]] που λαμβάνουν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., επίσης, [[συμπεριφέρομαι]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, [[προσποιούμαι]] ότι είμαι ή κάνω [[κάτι]]· <i>ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται</i>, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]], προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δίνω]] ένα συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[μία]] συγκεκριμένη [[μορφή]] σε [[κάτι]], [[μορφοποιώ]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>σχηματίζεσθαι κόμην</i>, [[χτενίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], εξωραΐζω, σε Λουκ.· [[χειρονομώ]], κάνω χαρακτηριστικές κινήσεις, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σχημᾰτίζω:''' (fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)<br /><b class="num">1)</b> давать форму, придавать вид, т. е. образовывать, формировать (τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.): τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. естественные образования; τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. все оформленное возникает из бесформенности; τὸν βραχίονα ἐφ᾽ ὕβρει σ. Plut. делать рукой насмешливый жест;<br /><b class="num">2)</b> убирать, украшать (τι πρὸς τὸ [[βέλτιον]] Diod.): ἐσχημάτισται ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. щит был разукрашен не как-нибудь; σχηματίζεσθαι κόμην Eur. убирать свои волосы, причесываться;<br /><b class="num">3)</b> сопровождать жестами: οἱ σχηματιζόμενοι ῥυθμοί Arst. ритмические телодвижения;<br /><b class="num">4)</b> выражать свои чувства жестами, жестикулировать Xen.;<br /><b class="num">5)</b> танцевать, плясать Arph.;<br /><b class="num">6)</b> изображать, представлять: τὰ σχήματα σ. Plat. принимать позы; πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. напускать на себя важность;<br /><b class="num">7)</b> воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции (ἐν ταῖς μάχαις Plat.);<br /><b class="num">8)</b> med. притворяться, прикидываться: ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. он сделал вид, что знает; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. они прикидываются неучеными; ἐσχηματισμένος Plat. притворяющийся, притворный.
}}
}}