τειχομαχέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχομᾰχέω:''' μέλ. <i>τειχομαχήσω</i>, [[μάχομαι]] στα τείχη, δηλ. [[πολιορκώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[τειχομαχέω]] τινί, σε Αριστοφ.· [[πρός]] τινα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''τειχομᾰχέω:''' μέλ. <i>τειχομαχήσω</i>, [[μάχομαι]] στα τείχη, δηλ. [[πολιορκώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[τειχομαχέω]] τινί, σε Αριστοφ.· [[πρός]] τινα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχομᾰχέω:''' штурмовать крепостные сооружения, вести осаду (τινι Arph. и πρός τινα Plut.): τ. δυνατοί Thuc. специалисты по штурму укреплений.
}}
}}