3,276,318
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τειχομᾰχέω:''' μέλ. <i>τειχομαχήσω</i>, [[μάχομαι]] στα τείχη, δηλ. [[πολιορκώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[τειχομαχέω]] τινί, σε Αριστοφ.· [[πρός]] τινα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''τειχομᾰχέω:''' μέλ. <i>τειχομαχήσω</i>, [[μάχομαι]] στα τείχη, δηλ. [[πολιορκώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[τειχομαχέω]] τινί, σε Αριστοφ.· [[πρός]] τινα, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τειχομᾰχέω:''' штурмовать крепостные сооружения, вести осаду (τινι Arph. и πρός τινα Plut.): τ. δυνατοί Thuc. специалисты по штурму укреплений. | |||
}} | }} |