τριγλοφόρος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριγλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[μπαρμπούνια]], [[τριγλοφόρος]] [[χιτών]], [[δίχτυ]] για το [[πιάσιμο]], την [[αλίευση]] των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''τριγλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[μπαρμπούνια]], [[τριγλοφόρος]] [[χιτών]], [[δίχτυ]] για το [[πιάσιμο]], την [[αλίευση]] των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τριγλοφόρος:''' несущий, т. е. служащий для ловли тригл ([[χιτών]] Anth.).
}}
}}