ὑπήνεμος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), [[απάνεμος]], αυτός που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο, σε Σοφ., Θεόκρ.· <i>ἐκ τοῦ ὑπηνέμου</i>, στην απάνεμη [[μεριά]], σε Ξεν.· μεταφ., [[ήπιος]], [[ήσυχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ταχύς]], γρήγορος σαν τον άνεμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑπήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), [[απάνεμος]], αυτός που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο, σε Σοφ., Θεόκρ.· <i>ἐκ τοῦ ὑπηνέμου</i>, στην απάνεμη [[μεριά]], σε Ξεν.· μεταφ., [[ήπιος]], [[ήσυχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ταχύς]], γρήγορος σαν τον άνεμο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπήνεμος:''' <b class="num">1)</b> слабо дующий, легкий ([[αὔρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> защищенный от ветра, подветренный (ἄκροι πάγοι Soph.; [[ἀκτή]] Theocr.): ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις Arst. вить гнезда в укрытых от ветра местах.
}}
}}