ὑψίλοφος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίλοφος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑψίλοφος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίλοφος:''' <b class="num">1)</b> высоковершинный ([[Αἴτνα]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> высокий (θυρίδες Anth. - v. l. [[ὑψόροφος]]);<br /><b class="num">3)</b> высокопарный (λόγοι Arph. - v. l. к [[ἱππόλοφος]]).
}}
}}