φέρτερος: Difference between revisions

4b
(44)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) γενναιότερος ή [[ανώτερος]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καλύτερος]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>φέρτερον</i><br />καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «φέρτερόν ἐστι» — [[είναι]] καλύτερο, συμφερότερο (<b>Ομ. Ιλ.</b> και <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. <i>φέρ</i>-<i>τερος</i> και <i>φέρ</i>-<i>τατος</i> έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>- του ρ. [[φέρω]] με τις κατάλ. -<i>τερος</i> και -<i>τατος</i> του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> <i>βέλ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>, <i>δεύ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>, <i>φίλ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>). Τα επίθ. [[φέρτερος]], [[φέρτατος]] [[καθώς]] και ο [[συγγενής]] τ. [[φέριστος]] αναφέρονται [[κυρίως]] σε πρόσωπα και [[σπανίως]] σε πράγματα και εκφράζουν την [[έννοια]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική [[δύναμη]], [[γενναιότητα]], ικανότητες, [[αρετή]], [[θέση]] [[μέσα]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]], σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. [[φέρω]] «[[μεταφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου» [[αλλά]] και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «[[εκλέγω]], [[προτιμώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του τ. <i>φέρτερον</i> «καλύτερα»), «[[παίρνω]] [[βραβείο]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[ἄεθλον]] φέρεσθαι</i>), «[[πλεονεκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>φέρειν [[κράτος]]), «[[υπομένω]] [[δυστυχία]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. της φρ. <i>κακῶν φέρτατον</i> «η λιγότερο δυσάρεστη [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων»)].
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) γενναιότερος ή [[ανώτερος]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καλύτερος]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>φέρτερον</i><br />καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «φέρτερόν ἐστι» — [[είναι]] καλύτερο, συμφερότερο (<b>Ομ. Ιλ.</b> και <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. <i>φέρ</i>-<i>τερος</i> και <i>φέρ</i>-<i>τατος</i> έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>- του ρ. [[φέρω]] με τις κατάλ. -<i>τερος</i> και -<i>τατος</i> του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> <i>βέλ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>, <i>δεύ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>, <i>φίλ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>). Τα επίθ. [[φέρτερος]], [[φέρτατος]] [[καθώς]] και ο [[συγγενής]] τ. [[φέριστος]] αναφέρονται [[κυρίως]] σε πρόσωπα και [[σπανίως]] σε πράγματα και εκφράζουν την [[έννοια]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική [[δύναμη]], [[γενναιότητα]], ικανότητες, [[αρετή]], [[θέση]] [[μέσα]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]], σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. [[φέρω]] «[[μεταφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου» [[αλλά]] και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «[[εκλέγω]], [[προτιμώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του τ. <i>φέρτερον</i> «καλύτερα»), «[[παίρνω]] [[βραβείο]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[ἄεθλον]] φέρεσθαι</i>), «[[πλεονεκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>φέρειν [[κράτος]]), «[[υπομένω]] [[δυστυχία]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. της φρ. <i>κακῶν φέρτατον</i> «η λιγότερο δυσάρεστη [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων»)].
}}
{{elru
|elrutext='''φέρτερος:''' [[φέρω]] - compar. без posit.] лучший, более сильный (βίῃ καὶ [[χερσί]] Hom.): φ. νοῆσαι Hom. более сильный разумом; φ. τινος Pind., Aesch.; сильнее (лучше, выше) кого(чего)-л.; εἰς τὸ [[φέρτερον]] τιθέναι τι Eur. считать или делать что-л. лучшим.
}}
}}