3,277,180
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλαυρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ [[φλαυρουργός]], [[άθλιος]] [[εργάτης]], σε Σοφ. | |lsmtext='''φλαυρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ [[φλαυρουργός]], [[άθλιος]] [[εργάτης]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλαυρουργός:''' плохо работающий: φ. [[ἀνήρ]] Soph. неумелый работник. | |||
}} | }} |