φλαυρουργός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλαυρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ [[φλαυρουργός]], [[άθλιος]] [[εργάτης]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φλαυρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ [[φλαυρουργός]], [[άθλιος]] [[εργάτης]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλαυρουργός:''' плохо работающий: φ. [[ἀνήρ]] Soph. неумелый работник.
}}
}}