φοβητικός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοβητικός:''' -ή, -όν (φοβέομαι), αυτός που υπόκειται στο φόβο, τρομαγμένος, [[φοβιτσιάρης]], σε Αριστ.
|lsmtext='''φοβητικός:''' -ή, -όν (φοβέομαι), αυτός που υπόκειται στο φόβο, τρομαγμένος, [[φοβιτσιάρης]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοβητικός:''' боязливый, робкий Arst.
}}
}}