Anonymous

ψαμμίτης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψαμμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ψαμμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψαμμίτης:''' ου (ῑ) adj. m песчаный: ψαμμίτην [[δόρπον]] θημολογεῖν Anth. (о цапле) добывать себе пищу из песка; ὁ. Ψ. Псаммит (лат. Arenarius) (сочинение Архимеда об исчислении и выразимости неопределенно-больших чисел).
}}
}}