Anonymous

διακωλυτέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακωλῡτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να παρεμποδίσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διακωλῡτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να παρεμποδίσει, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=διακωλυτέον, adj. verb. van διακωλυω, men moet verhinderen.
}}
}}