κωματίζομαι: Difference between revisions

nl
(22)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωματίζομαι]] (Α) [[κώμα]]<br />[[είμαι]] σε [[κατάσταση]] κώματος.
|mltxt=[[κωματίζομαι]] (Α) [[κώμα]]<br />[[είμαι]] σε [[κατάσταση]] κώματος.
}}
{{elnl
|elnltext=κωματίζομαι [κῶμα] perf. κεκωμάτισμαι, in coma zijn.
}}
}}