παράληρος: Difference between revisions

nl
(31)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[παράφρονας]], [[μανιακός]], [[τρελός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παράληρος]]<br />[[παραφροσύνη]], [[τρέλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[παραληρώ]]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[παράφρονας]], [[μανιακός]], [[τρελός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παράληρος]]<br />[[παραφροσύνη]], [[τρέλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[παραληρώ]]].
}}
{{elnl
|elnltext=παράληρος -ον [παραληρέω] ijlend.
}}
}}