συνανακλίνομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνανακλίνομαι''': [ῑ], παθ., [[πλαγιάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3.
|lstext='''συνανακλίνομαι''': [ῑ], παθ., [[πλαγιάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ξαπλώνω]] στο [[κρεβάτι]] ή [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> <i>συνανακλίνω</i><br />[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνακλίνομαι</i> «[[είμαι]] ξαπλωμένος»].
}}
}}
{{grml
{{grml