συνδιαφθείρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=détruire en même temps ; <i>Pass.</i> être détruit <i>ou</i> périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαφθείρω]].
|btext=détruire en même temps ; <i>Pass.</i> être détruit <i>ou</i> périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαφθείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταστρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] («πόνου παρασχόντα συνδιαφθείρει τὸ προϋπάρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλάπτω]] ηθικά, [[διαφθείρω]] κάποιον από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιαφθείρομαι</i><br />συνουσιάζομαι, [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά.
}}
}}
{{grml
{{grml