ἐπαινέτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3"
(2)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαινέτης]], ο (θηλ. -ις) (AM) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή [[κάτι]] («ἐπαινέται δικαιοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, [[ραψωδός]] («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς [[ἐπαινέτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οπαδός]], [[μαθητής]], [[θιασώτης]] («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».).
|mltxt=[[ἐπαινέτης]], ο (θηλ. -ις) (AM) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή [[κάτι]] («ἐπαινέται δικαιοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, [[ραψωδός]] («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς [[ἐπαινέτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οπαδός]], [[μαθητής]], [[θιασώτης]] («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».).<br />ἐπαινετής, ο (Μ)<br />αυτός που επαινεί κάποιον ή [[κάτι]].
}}
{{grml
|mltxt=ἐπαινετής, ο (Μ)<br />αυτός που επαινεί κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm