ἐπείσακτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3"
(2)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπείσακτος]], -ον (Α) [[επεισάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ' έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]]<br />(«[[ἐπείσακτος]] σῑτος»<br />«εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον [[γένος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από [[μέσα]] μας («[[ἔρως]] [[ἐπείσακτος]] διὰ τῶν ὀμμάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που προέρχεται από πνευματικό δεσμό, από τη [[χάρη]] του θεού.
|mltxt=[[ἐπείσακτος]], -ον (Α) [[επεισάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ' έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]]<br />(«[[ἐπείσακτος]] σῑτος»<br />«εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον [[γένος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από [[μέσα]] μας («[[ἔρως]] [[ἐπείσακτος]] διὰ τῶν ὀμμάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που προέρχεται από πνευματικό δεσμό, από τη [[χάρη]] του θεού.<br />ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)<br /><b>φρ.</b> «ἐπεισακτὸν [[κέρδος]]» — [[τόκος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἐπεισακτός, -ή, -όν (Μ)<br /><b>φρ.</b> «ἐπεισακτὸν [[κέρδος]]» — [[τόκος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm