3,274,917
edits
(6_2) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰκμάω''': [[λικμάω]], «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, [[τραυματίζω]], τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. [[ἰκτέα]]. | |lstext='''ἰκμάω''': [[λικμάω]], «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, [[τραυματίζω]], τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. [[ἰκτέα]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Meaning: [[winnow]]<br />See also: s. [[λικμάω]]. | |||
}} | }} |