Anonymous

ἰκμάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6_2)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκμάω''': [[λικμάω]], «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, [[τραυματίζω]], τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. [[ἰκτέα]].
|lstext='''ἰκμάω''': [[λικμάω]], «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, [[τραυματίζω]], τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. [[ἰκτέα]].
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: [[winnow]]<br />See also: s. [[λικμάω]].
}}
}}