λακέρυζα: Difference between revisions

2
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰκέρυζα:''' ἡ ([[λάσκω]]), κάποια που κραυγάζει ή κλαίει, [[λακέρυζα]] [[κορώνη]], [[κοράκι]] που κράζει, σε Ησίοδ.· λακερύζων [[κύων]], [[σκύλος]] που γαβγίζει, [[παρά]] Πλάτ.
|lsmtext='''λᾰκέρυζα:''' ἡ ([[λάσκω]]), κάποια που κραυγάζει ή κλαίει, [[λακέρυζα]] [[κορώνη]], [[κοράκι]] που κράζει, σε Ησίοδ.· λακερύζων [[κύων]], [[σκύλος]] που γαβγίζει, [[παρά]] Πλάτ.
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: <b class="b2">one that cries</b><br />See also: s. <b class="b3">λαγκρύζεσθαι</b>
}}
}}