μορίαι: Difference between revisions

1,073 bytes added ,  3 January 2019
2
(5)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μορίαι:''' (ενν. <i>ἐλαῖαι</i>), αἱ, τα ιερά ελαιόδεντρα που βρίσκονταν στην [[Ακαδημία]], που [[πιθανώς]] ονομάστηκαν έτσι [[επειδή]] αποκόπηκαν κλαδιά (<i>μειρόμεναι</i>) και μεταφυτεύτηκαν [[εκεί]] από τον κορμό της πρώτης αρχέγονης [[ελιάς]] στην Ακρόπολη, σε Αριστοφ.· ο [[Ζεὺς]] [[Μόριος]] ήταν [[φύλακας]] και [[προστάτης]] των ιερών αυτών ελαιόδεντρων, σε Σοφ.
|lsmtext='''μορίαι:''' (ενν. <i>ἐλαῖαι</i>), αἱ, τα ιερά ελαιόδεντρα που βρίσκονταν στην [[Ακαδημία]], που [[πιθανώς]] ονομάστηκαν έτσι [[επειδή]] αποκόπηκαν κλαδιά (<i>μειρόμεναι</i>) και μεταφυτεύτηκαν [[εκεί]] από τον κορμό της πρώτης αρχέγονης [[ελιάς]] στην Ακρόπολη, σε Αριστοφ.· ο [[Ζεὺς]] [[Μόριος]] ήταν [[φύλακας]] και [[προστάτης]] των ιερών αυτών ελαιόδεντρων, σε Σοφ.
}}
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">ἐλαῖαι</b>)<br />Grammatical information: f. pl., rarely sg.<br />Meaning: prob. better <b class="b3">μοριαί</b> (Scheller Oxytonierung 128 a. 132 n. 4) name of holy olives in Athens (Ar., Lys., Arist.); from it <b class="b3">Ἀθηνᾶ Μορία</b> and ?<b class="b3">Ζεὺς Μόριος</b> as protector of olives (S.); cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 442.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Prob. from <b class="b3">μόρος</b>, <b class="b3">μόριον</b> [[lot]], [[share]] (s. <b class="b3">μείρομαι</b>), as these trees formed the share, that was due to the goddess in every plantation (Latte in P.-W. 16, 302 f.). Nilsson l. c. n. 4 reminds of "den primitiven Rechtsbrauch, daß ein Baum dem gehört, der ihn gepflanzt hat, auf welchem Boden er auch wächst". -- Quite diff. Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 281 (with Brandenstein): Pre-Gr. word for [[olive]], from where come several PN in As. Min. and Greece, e.g. <b class="b3">Μύρα</b> (Lyc.), <b class="b3">Μύραι</b> (Thess.).
}}
}}