σέριφος: Difference between revisions

2b
(6_10)
(2b)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σέρῑφος''': ἡ, Διοσκ. 3. 27 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. σερίφιον, τό), ἢ σέρῑφον, τό, Διοσκ. (ἐν τῷ προοιμ.), Γαλην.· - [[εἶδος]] θαλασσίου ἀψινθίου, [[ὅπερ]] καλεῖται καὶ [[ἀψίνθιον]] θαλάσσιον, Artemisia maritima L. II. [[γραῦς]] [[σέριφος]] ἢ σερίφη, [[εἶδος]] ἀκρίδος = [[μάντις]], τὸ δὲ [[ὄνομα]] τοῦτο [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἀγάμου γραίας (γεροντοκόρης), Ζηνόβ. 2. 94, Σουΐδ.
|lstext='''σέρῑφος''': ἡ, Διοσκ. 3. 27 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. σερίφιον, τό), ἢ σέρῑφον, τό, Διοσκ. (ἐν τῷ προοιμ.), Γαλην.· - [[εἶδος]] θαλασσίου ἀψινθίου, [[ὅπερ]] καλεῖται καὶ [[ἀψίνθιον]] θαλάσσιον, Artemisia maritima L. II. [[γραῦς]] [[σέριφος]] ἢ σερίφη, [[εἶδος]] ἀκρίδος = [[μάντις]], τὸ δὲ [[ὄνομα]] τοῦτο [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἀγάμου γραίας (γεροντοκόρης), Ζηνόβ. 2. 94, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=ή σερίφη, ἡ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «[[σέριφος]] [ή σερίφη] γραῡς» <br />α) [[είδος]] ακρίδας, η [[μάντις]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[αλογάκι]] της Παναγίας<br />β) (σκωπτικά) [[γεροντοκόρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σέρφος]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[σέρφος]]
}}
}}