θέσκελος: Difference between revisions

m
Text replacement - "˙" to "·"
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέσκελος''': -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., [[ὅμοιος]] τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ [[ἔννοια]] αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον [[θεοείκελος]], τὸ δὲ [[θέσκελος]] ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ [[θεοείκελος]] ἀείποτε ἐπὶ προσώπων˙ θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610˙ θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B˙ - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ [[ὑπερβαλλόντως]] ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107˙ - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, [[ὀμφή]], [[προφήτης]] θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.˙ οὕτω καί, θ. [[Ἑρμῆς]] Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)
|lstext='''θέσκελος''': -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., [[ὅμοιος]] τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ [[ἔννοια]] αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον [[θεοείκελος]], τὸ δὲ [[θέσκελος]] ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, [[θαυμαστός]], [[θαυμάσιος]], καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ [[θεοείκελος]] ἀείποτε ἐπὶ προσώπων· θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610· θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B· - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ [[ὑπερβαλλόντως]] ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107· - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, [[ὀμφή]], [[προφήτης]] θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.· οὕτω καί, θ. [[Ἑρμῆς]] Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)
}}
}}
{{bailly
{{bailly