ασφάραγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσφάραγος]], ο (Α)<br />[[φάρυγγας]], [[λαιμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ακριβής]] [[σημασία]] της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. [[φάρυγξ]], ενώ ο [[παράλληλος]] τ. [[σφάραγος]] προέκυψε ίσως από παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρ. [[σφαραγούμαι]] «[[τρίζω]], εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]». Η [[υπόθεση]] συσχετισμού της λ. με το [[ασφάραγος]] (II) στερείται αποδείξεως, ενώ άλλοι τη συνδέουν με λιθ. <i>springstu</i>, <i>springti</i> «[[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]]». Στον Όμηρο η λ. [[ασφάραγος]] [[είναι]] ευρύτερη σημασιολογικά από τη λ. [[λαυκανίη]] «[[λαιμός]], [[φάρυγγας]]», [[γιατί]] δηλώνει [[επιπλέον]] την [[τραχεία]], με την οποία πραγματοποιείται η [[ομιλία]]. Στον Ησύχιο σημαίνει «[[φάρυγξ]] ή [[βρόγχος]]», ενώ ο τ. [[σφάραγος]] δηλώνει «τον βρόγχο, τράχηλο, λαιμό»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀσφάραγος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ασπάραγος]], [[σπαράγγι]]<br /><b>2.</b> το τρυφερό [[βλαστάρι]] άλλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[σφαραγούμαι]] «[[ξεχειλίζω]], [[φουσκώνω]]», με λιθ. <i>spurgas</i> «[[βλάστηση]], [[βλαστάρι]]», αρχ. ινδ. <i>sp</i><i>ū</i><i>rjati</i> «εμφανίζομαι απότομα, [[αναβρύω]]», που ανάγονται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>ereg</i>- «τινάζομαι, [[πηδώ]]», αν και [[μεταξύ]] αυτών των τ. υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις τόσο από πλευράς μορφής όσο και σημασίας. Ετυμολογική [[σχέση]] της λ. με το [[ασφάραγος]] (Ι) δεν [[είναι]] δυνατόν να αποδειχθεί, ενώ δεν αποκλείεται η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσφάραγος]], ο (Α)<br />[[φάρυγγας]], [[λαιμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ακριβής]] [[σημασία]] της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. [[φάρυγξ]], ενώ ο [[παράλληλος]] τ. [[σφάραγος]] προέκυψε ίσως από παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρ. [[σφαραγούμαι]] «[[τρίζω]], εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]». Η [[υπόθεση]] συσχετισμού της λ. με το [[ασφάραγος]] (II) στερείται αποδείξεως, ενώ άλλοι τη συνδέουν με λιθ. <i>springstu</i>, <i>springti</i> «[[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]]». Στον Όμηρο η λ. [[ασφάραγος]] [[είναι]] ευρύτερη σημασιολογικά από τη λ. [[λαυκανίη]] «[[λαιμός]], [[φάρυγγας]]», [[γιατί]] δηλώνει [[επιπλέον]] την [[τραχεία]], με την οποία πραγματοποιείται η [[ομιλία]]. Στον Ησύχιο σημαίνει «[[φάρυγξ]] ή [[βρόγχος]]», ενώ ο τ. [[σφάραγος]] δηλώνει «τον βρόγχο, τράχηλο, λαιμό»].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀσφάραγος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ασπάραγος]], [[σπαράγγι]]<br /><b>2.</b> το τρυφερό [[βλαστάρι]] άλλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[σφαραγούμαι]] «[[ξεχειλίζω]], [[φουσκώνω]]», με λιθ. <i>spurgas</i> «[[βλάστηση]], [[βλαστάρι]]», αρχ. ινδ. <i>sp</i><i>ū</i><i>rjati</i> «εμφανίζομαι απότομα, [[αναβρύω]]», που ανάγονται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>ereg</i>- «τινάζομαι, [[πηδώ]]», αν και [[μεταξύ]] αυτών των τ. υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις τόσο από πλευράς μορφής όσο και σημασίας. Ετυμολογική [[σχέση]] της λ. με το [[ασφάραγος]] (Ι) δεν [[είναι]] δυνατόν να αποδειχθεί, ενώ δεν αποκλείεται η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.].
}}
}}