Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αρθρικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρθρικός]], -ή, -όν) [[άρθρον]]<br />αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀρθρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει στο [[άρθρο]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρθρικός]], -ή, -όν) [[άρθρον]]<br />αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀρθρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει στο [[άρθρο]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρθρικός, -ή, -όν) άρθρον
αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.
(II)
ἀρθρικός, -ή, -όν (Α)
γραμμ. αυτός που ανήκει στο άρθρο.