ἀποσκευάζω: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 22: Line 22:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] — Μέσ., [[ετοιμάζω]] αποσκευές σε δέματα για [[μεταφορά]]· ξεφορτώνομαι κάποιον, τον αποδιώχνω, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]] — Μέσ., [[ετοιμάζω]] αποσκευές σε δέματα για [[μεταφορά]]· ξεφορτώνομαι κάποιον, τον αποδιώχνω, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[pull]] off:— Mid. to [[pack]] up and [[carry]] off, to make [[away]] with, Luc.
}}
}}