Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.
|elnltext=περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίφρακτος]], ον,<br />[[fenced]] [[round]]: περίφρακτον, ου, an [[inclosure]], Plut. [from [[περιφράσσω]]
}}
}}

Revision as of 13:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφρακτος Medium diacritics: περίφρακτος Low diacritics: περίφρακτος Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: períphraktos Transliteration B: periphraktos Transliteration C: perifraktos Beta Code: peri/fraktos

English (LSJ)

ον,

   A fenced round: Subst. -φρακτον, τό, enclosure, IG3.1866, Plu. Thes.12, Luc.Bacch.6.

German (Pape)

[Seite 599] eingezäunt, eingeschlossen, Luc. Bacch. 6. Auch τὸ περ., das Gehege, Plut. Thes. 12.

Greek (Liddell-Scott)

περίφρακτος: -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., περίφραγμα, Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d’une clôture ou d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.
Étymologie: περιφράσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφρακτος, -ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν
περιφράσσω
περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη
νεοελλ.
φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» — χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια της Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες.

Greek Monotonic

περίφρακτος: -ον, περιφραγμένος ολόγυρα· περίφρακτον τό, περίφραξη, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφρακτος -ον [περιφράττω] omheind; subst. τὸ περίφρακτον omheining.

Middle Liddell

περίφρακτος, ον,
fenced round: περίφρακτον, ου, an inclosure, Plut. [from περιφράσσω