ἀνεμόω: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἄνεμος]]) , [[εκθέτω]] στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη [[θάλασσα]], ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἄνεμος]]) , [[εκθέτω]] στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη [[θάλασσα]], ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄνεμος]]<br />to [[expose]] to the [[wind]]:— Pass., of the sea, to be [[raised]] by the [[wind]], Anth.
}}
}}