ἐπαναρρίπτω: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαναρρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρίχνω]] στον αέρα, αμτβ., (ενν. το <i>ἑαυτόν</i>), εκτινάζομαι, [[πηδώ]] [[ψηλά]] στον αέρα, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπαναρρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρίχνω]] στον αέρα, αμτβ., (ενν. το <i>ἑαυτόν</i>), εκτινάζομαι, [[πηδώ]] [[ψηλά]] στον αέρα, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[throw]] up in the air: intr. (sub. ἑαυτόν) to [[spring]] [[high]] in the air, Xen.
}}
}}