εὔκρηνος: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκρηνος:''' -ον ([[κρήνη]]), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται [[καλά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔκρηνος:''' -ον ([[κρήνη]]), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται [[καλά]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κρηνος, ον [[κρήνη]]<br />well-[[watered]], Anth.
}}
}}