πυρπόλημα: Difference between revisions

1b
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πυρπόλημα -ατος, τό [πυρπολέω] wachtvuur, vuurbaken.
|elnltext=πυρπόλημα -ατος, τό [πυρπολέω] wachtvuur, vuurbaken.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πυρπόλημα]], ατος, τό, [from [[πυρπολέω]]<br />a watchfire, [[beacon]], Eur.
}}
}}