σχοινοβάτης: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχοινοβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο [[σχοινί]], [[ακροβάτης]], [[schoenobates]] στον Ιουβεν.
|lsmtext='''σχοινοβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο [[σχοινί]], [[ακροβάτης]], [[schoenobates]] στον Ιουβεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχοινο-βά˘της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven.
}}
}}