Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσαυγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρῡσαυγής:''' блистающий золотом ([[κρόκος]] Soph. [[δόμος]] Arph.; [[νηός]] Anth.).
|elrutext='''χρῡσαυγής:''' блистающий золотом ([[κρόκος]] Soph. [[δόμος]] Arph.; [[νηός]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσ-αυγής, ές<br />[[gold]]-[[gleaming]], Soph., Ar.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσαυγής Medium diacritics: χρυσαυγής Low diacritics: χρυσαυγής Capitals: ΧΡΥΣΑΥΓΗΣ
Transliteration A: chrysaugḗs Transliteration B: chrysaugēs Transliteration C: chrysavgis Beta Code: xrusaugh/s

English (LSJ)

ές,

   A gold-gleaming, κρόκος S.OC685 (lyr.); δόμος Ar.Av.1710, cf. Cat.Cod.Astr.2.82; τὸ τῆς δειρῆς χ., of a peacock, Lib.Descr.24.6: metaph., φρόνησις Ph.1.57: neut. as Adv., χρυσαυγὲς μειδιᾶν Him.Or.13.7.

German (Pape)

[Seite 1379] ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσαυγής: -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, κρόκος Σοφ. Ο. Κ. 685· δόμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., φρόνησις Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, αὐγή.

Spanish

de dorados destellos

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ
αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη
αρχ.
1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές
φωτεινά, λαμπερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ-αυγής].

Greek Monotonic

χρῡσαυγής: -ές, γεν. -έος, αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσαυγής: блистающий золотом (κρόκος Soph. δόμος Arph.; νηός Anth.).

Middle Liddell

χρῡσ-αυγής, ές
gold-gleaming, Soph., Ar.