λεσχηνεύω: Difference between revisions

1ba
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεσχηνεύω:''' ([[λέσχη]]), [[μιλώ]], [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αππ.· Μέσ., [[συνομιλώ]], [[συνδιαλέγομαι]], πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.
|lsmtext='''λεσχηνεύω:''' ([[λέσχη]]), [[μιλώ]], [[συνδιαλέγομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αππ.· Μέσ., [[συνομιλώ]], [[συνδιαλέγομαι]], πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λεσχηνεύω]], [[λέσχη]]<br />to [[chat]] or [[converse]] with, τινί App.; in Mid. to [[chat]], [[converse]], cf. προ-λεσχηνεύομαι.
}}
}}