κουφολόγος: Difference between revisions

1ba
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουφολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλά άκριτα.
|lsmtext='''κουφολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλά άκριτα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κουφο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[lightly]] [[talking]].
}}
}}