λιπανδρέω: Difference between revisions

1ba
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐπανδρέω:''' (λείπομαι, [[ἀνήρ]]), [[πάσχω]] από [[έλλειψη]] [[ανδρών]], σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], στον ίδ.
|lsmtext='''λῐπανδρέω:''' (λείπομαι, [[ἀνήρ]]), [[πάσχω]] από [[έλλειψη]] [[ανδρών]], σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπ-ανδρέω, [λείπομαι, [[ἀνήρ]]<br />to be in [[want]] of men, Strab.; λῐπ-ανδρία, [[want]] of men, Strab.
}}
}}