οὔλω: Difference between revisions

256 bytes added ,  10 January 2019
1ba
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὔλω:''' ([[οὖλος]] Α), είμαι [[ολόκληρος]], [[πλήρης]] ή [[σώος]], [[ακέραιος]], προστ. [[οὖλε]], Λατ. [[salve]], ως [[χαιρετισμός]], [[γεια]] [[σου]], οὖλέ τε καὶ [[μέγα]] [[χαῖρε]], να έχεις [[υγεία]] και [[χαρά]], [[γεια]] και [[χαρά]] [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''οὔλω:''' ([[οὖλος]] Α), είμαι [[ολόκληρος]], [[πλήρης]] ή [[σώος]], [[ακέραιος]], προστ. [[οὖλε]], Λατ. [[salve]], ως [[χαιρετισμός]], [[γεια]] [[σου]], οὖλέ τε καὶ [[μέγα]] [[χαῖρε]], να έχεις [[υγεία]] και [[χαρά]], [[γεια]] και [[χαρά]] [[σου]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οὔλω]], [οὖλος1]<br />to be [[whole]] or [[sound]], imperat. [[οὖλε]], Lat. [[salve]], as a [[salutation]], [[health]] to thee, οὖλέ τε καὶ [[μέγα]] [[χαῖρε]] [[health]] and joy be with thee, Od.
}}
}}