3,277,040
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βαδιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βαδίζω]], πρέπει [[κανείς]] να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] και στον πληθ., <i>βαδιστέα</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βαδιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[βαδίζω]], πρέπει [[κανείς]] να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] και στον πληθ., <i>βαδιστέα</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βαδιστέον]], adj. verb. van [[βαδίζω]], ook plur. βαδιστέα<br /><b class="num">1.</b> er moet gegaan worden.<br /><b class="num">2.</b> overdr. men moet zich wenden tot, richten op, met [[ἐπί]] + acc.. Aristot. EN 1180b21. | |||
}} | }} |