ενδόμυχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(12)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνδόμυχος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στον [[μυχό]], στο [[βάθος]] της ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη [[ελπίδα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ενδόμυχος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών ενδομυχιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νόσο) ύπουλος<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[κρυψίνους]], [[επίβουλος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνδόμυχος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στον [[μυχό]], στο [[βάθος]] της ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη [[ελπίδα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ενδόμυχος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών ενδομυχιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νόσο) ύπουλος<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[κρυψίνους]], [[επίβουλος]].
}}
}}