φίλος: Difference between revisions

3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίλεος]], τὸ, Α<br />[[φιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος της λ. [[φιλία]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. [[μῖσος]], [[νεῖκος]].<br />-η, -ο / [[φίλος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[φίλαινα]] Ν, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> [[αγαπητός]], [[προσφιλής]] (α. «φίλο [[έθνος]]» β. «[[μηκέτι]], παῑδε [[φίλω]], πολεμίζετε, [[μηδέ]] μάχεσθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο φιλικά διακείμενος [[απέναντι]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], αυτός που αγαπά κάποιον ή [[κάτι]] (α. «[[φίλος]] του βιβλίου» β. «φίλαν ξένων ἄρουραν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φίλος]] και <i>η [[φίλη]]<br />α) [[άτομο]] με το οποίο συνδέεται [[κανείς]] με αμοιβαία [[αγάπη]] και [[αφοσίωση]] (α. «[[είναι]] αχώριστοι φίλοι» β. «[[τῆλε]] [[φίλων]] ἀπόληται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[εραστής]], [[ερωμένος]] (α. «συζεί με τον φίλο της» β. «λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῡσαν οὐ [[στέργω]] φίλην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η κλητ. του αρσ.) <i>φίλε</i><br />χρησιμοποιείται ως [[προσφώνηση]], όταν απευθύνεται [[κανείς]] σε ένα άγνωστο [[πρόσωπο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>(λόγ.)</b> «φίλα [[φρονώ]]» — [[τρέφω]] φιλικά αισθήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του» — δηλώνει ότι η [[φιλία]] συγχωρεί τα ελαττώματα τών [[φίλων]]<br />β) «μια του φίλου, δυο του φίλου, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — δηλώνει ότι, [[ακόμη]] και [[απέναντι]] σε πρόσωπα τόσο αγαπητά όσο οι φίλοι, υπάρχει ένα όριο ανοχής<br />γ) «από [[μακριά]] και φίλοι» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες δεν [[είναι]] δυνατή η ύπαρξη μιας πραγματικής φιλίας και [[είναι]] καλύτερο να διατηρούνται οι τύποι και οι αποστάσεις<br />δ) «δείξε μου τον φίλο σου, να σού πω [[ποιος]] είσαι» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] κρίνεται από το [[περιβάλλον]] με το οποίο συναναστρέφεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμμαχος]] («εἰ [[πολλάκις]] καὶ φίλοι καὶ πολέμιοι γενόμενοι Λακεδαιμονίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («αἰεὶ δ' ἡμῑν [[δαίς]] τε [[φίλη]] κίθαρίς τε χοροί τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (στον Όμ. και σε άλλους ποιητές) (συν. σχετικά με [[μέλη]] του σώματος ή με τη ζωή του ομιλούντος) ο [[δικός]] (α. «κατεπλήγη φίλον [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «φίλον κατὰ λαιμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φίλοι</i><br />α) οι οικείοι<br />β) οι κοντινοί συγγενείς<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[φίλη]]<br />α) η [[μητέρα]] ως το κατ' εξοχήν αγαπητό [[πρόσωπο]]<br />β) η [[σύζυγος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλον</i><br />[[αντικείμενο]] αγάπης («ὅτι καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῑν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. [[χωρίς]] ἀρθρ. ως [[προσφώνηση]] προσ.) <i>φίλον</i><br />[[αγάπη]] μου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «φίλα ποιοῡμαι τινι» — [[κάνω]] φιλικές προτάσεις σε κάποιον (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[κουρίδιος]] [[φίλος]]» — ο [[σύζυγος]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «οἱ πρώτοι φίλοι» — [[ονομασία]] αξιώματος στην αιγυπτιακή [[αυλή]] <b>επιγρ.</b><br />δ) «[[φίλος]] [[πόνος]]» — ο [[συνήθης]] [[κόπος]] (<b>Θεόκρ.</b>)<br />στ) «φίλον ἐστί [ή γίγνεταί] μοι» — μού [[είναι]] αγαπητό, μού αρέσει (<b>Ομ. Οδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φίλως]] Α<br />φιλικά, με [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Παρά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, δυσερμήνευτο παραμένει το θ. της λ. [[φίλος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[μάλλον]] αβέβαιη, η λ. και τα παρ. της ανάγονται σε θ. <i>φιλο</i>- (όπου το -<i>λο</i>- [[είναι]] [[επίθημα]]), ενώ ένα θ. <i>φιλ</i>- που εμφανίζεται [[συχνά]] [[είναι]] δευτερεύον και όλοι οι σχηματισμοί από αυτό το θ. θεωρούνται αναλογικοί. Έτσι, τα παραθετικά <i>φιλ</i>-<i>ίων</i>, <i>φίλ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]], [[κατά]] τα [[κακίων]], [[κάκιστος]] <span style="color: red;"><</span> [[κακός]], ενώ οι τ. [[φίλτερος]], <i>φίλ</i>-<i>τατος</i> [[κατά]] τα [[φέρτερος]], [[φέρτατος]]. Ο μεσ. αόρ. [[φίλατο]] του ρ. [[φιλώ]] έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. ενεργ. αορ. <i>ἔφιλα</i> αναλογικά [[προς]] το [[σχήμα]] <i>δοκῶ</i>: <i>ἔδοξα</i> και όχι μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>φίλλω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τίλλω]]: <i>ἔτιλα</i>). Όσο για την [[εναλλαγή]] <i>φιλο</i>- / <i>φιλτο</i>- στο ανθρωπωνύμιο <i>Φιλ</i>- (<i>τ</i>)<i>όξενος</i> <b>πρβλ.</b> <i>Κλει</i>(<i>τ</i>)<i>ομένης</i>, <i>Φαν</i>(<i>τ</i>)<i>αγόρας</i>. Ωστόσο, πιθανότερη και οικονομικότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η [[οικογένεια]] αυτή τών λ. ανάγεται σε ένα αρχικό θ. <i>φιλ</i>- που [[είναι]] ανεξάρτητο από το θ. <i>φιλ</i>-<i>ε</i>-/<i>ο</i>-. Με [[αφορμή]] την ομηρική [[χρήση]] της λ. ως κτητικού και την μορφολογική ομοιότητά της με το λυδ. <i>bilis</i> «[[δικός]] του / της» (<span style="color: red;"><</span> <i>bi</i>- «αυτός»), η λ. [[φίλος]] υποστηρίζεται ότι [[είναι]] [[ανεξάρτητος]] [[σχηματισμός]] του γλωσσ. υποστρώματος, [[παράλληλος]] [[προς]] την αυτοπαθή αντων. <i>σφι</i> (<b>πρβλ.</b> και τους τ. της Γερμανικής: γοτθ. <i>swes</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sw</i><i>ā</i><i>s</i> «[[ίδιος]], [[δικός]] μου» <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ἕ</i>). Η [[άποψη]] αυτή, όμως, προσκρούει σε φωνολογικές δυσχέρειες, [[παρά]] την ύπαρξη του λακων. τ. <i>φι</i>(<i>ν</i>) της δοτ. [[σφιν]] της αντων. [[σφεῖς]]. Άλλες συνδέσεις της λ., [[τέλος]], όπως με το α' συνθετικό <i>Bil</i>- τών γερμ. κύριων ον. <i>Bil</i>(<i>i</i>)-<i>frid</i>, <i>Bili</i>-<i>grad</i> ή με το σλαβ. <i>milb</i> «[[αγαπητός]]», θεωρούνται [[ακόμα]] λιγότερο πιθανές. Σημασιολογικά, η λ. [[φίλος]] χαρακτηρίζεται από [[μεταβλητότητα]]. Λειτουργεί και ως ουσ. και ως επίθ., τόσο με ενεργ.όσο και παθ. σημ. Το ουσ. χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει καθέναν από τους δύο που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, [[είτε]] τον φιλοξενούμενο [[είτε]] αυτόν που φιλοξενεί, εκφράζοντας στην [[κυριολεξία]] όχι τόσο μια συναισθηματική [[σχέση]], όσο τη [[συμμετοχή]] σε μια [[σχέση]] ή ένα [[σύνολο]], τον ρόλο που έχει [[κατά]] κάποιο τρόπο αποκτηθεί. Αυτή η [[έννοια]] της αναπαλλοτρίωτης κτήσης απαντά και στον Όμηρο, όπου το επίθ. [[φίλος]] λειτουργεί ως κτητικό για να προσδιορίσει τις λ. <i>εἵματα</i>, [[ἦτορ]], [[θυμός]] κ.ά. Ως επίθ. [[επίσης]], η λ. αναφέρεται σε πρόσ. ή πράγματα με παθ. σημ. «[[αγαπητός]]» [[αλλά]] και, σπανιότερα, ενεργ. «αυτός που αγαπά». Η [[έννοια]] της αγάπης και της φιλίας, αν και δευτερεύουσα, [[είναι]] αρχαιότατη, ήδη απο τη μυκην. [[εποχή]], γι' αυτό και η λ. χρησιμοποιήθηκε και για τους συγγενείς που μένουν στην [[ίδια]] [[εστία]]. Στη Μυκηναϊκή, η λ. απαντά ως α' συνθετικό ανθρωπωνυμίων (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pirokate</i> = <i>Φιλοκάρτης</i> / <i>Φιλοκράτης</i>, <i>piropatara</i> = <i>Φιλοπάτρα</i>). Ως β' συνθετικό, η λ. απαντά με τις μορφές: α) -<i>φιλος</i> [[είτε]] με σημ. «αυτός που έχει φίλους» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φιλος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φιλος</i>) [[είτε]] με σημ. «αυτός που αγαπά» (<b>πρβλ.</b> <i>πονηρό</i>-<i>φιλος</i>), και β) -<i>φιλής</i>, που έχει σχηματιστεί από το ρ. <i>φιλῶ</i>, μέσω ενός ουδ. [[φῖλος]], [[κατά]] τα -<i>αλγής</i>: <i>ἀλγῶ</i>: [[ἄλγος]], -<i>μισής</i>: <i>μισῶ</i>: [[μῖσος]] και έχει σημ. «αυτός που αγαπά ή αγαπιέται» (<b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>φιλής</i>, [[θεοφιλής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) α) σε -<i>φιλος</i>: [[άφιλος]], [[πολύφιλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απιστόφιλος</i>, <i>απρόσφιλος</i>, [[αρηΐφιλος]], <i>αρχίφιλος</i>, <i>ασύμφιλος</i>, [[γραόφιλος]], [[διαλυσίφιλος]], [[διΐφιλος]], [[θεόφιλος]], [[καινόφιλος]], [[καιρόφιλος]], [[κακόφιλος]], [[καλόφιλος]], [[κυστόφιλος]], [[λογόφιλος]] [[μεγαλόφιλος]], [[μεσόφιλος]], [[μυριόφιλος]], [[παιδόφιλος]], [[πάμφιλος]], [[πασίφιλος]], [[πονηρόφιλος]], [[υμνόφιλος]], [[φανερόφιλος]], [[φιλόφιλος]], [[χρηστόφιλος]], [[χρυσόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγλόφιλος]], [[αερόφιλος]], [[αιμόφιλος]], [[ακανθόφιλος]], <i>αμφιφυλόφιλος</i>, <i>ανεμόφιλος</i>, [[ανθόφιλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[ασβεστόφιλος]], [[βιβλιόφιλος]], [[γαλλόφιλος]], [[γαστρόφιλος]], [[γερμανόφιλος]], [[γυναικόφιλος]], [[δασόφιλος]], [[δενδρόφιλος]], [[εικονόφιλος]], [[ειρηνόφιλος]], [[εντομόφιλος]], [[ζωόφιλος]], [[ηλιόφιλος]], [[θεατρόφιλος]], [[θερμόφιλος]], [[ιταλόφιλος]], <i>κινηματογραφόφιλος</i>, <i>μαλακόφιλος</i>, <i>μουσικόφιλος</i>, [[μυρμηκόφιλος]], [[νεκρόφιλος]], [[ξενόφιλος]], [[ξηρόφιλος]], [[ομοφυλόφιλος]], [[ορνιθόφιλος]], [[ουδετερόφιλος]], [[παλιόφιλος]], <i>ποδοσφαιρόφιλος</i>, [[ποταμόφιλος]], [[ρωσόφιλος]], [[σαπρόφιλος]], [[σκιόφιλος]], [[σλαβόφιλος]], [[σπερμόφιλος]], [[υγρόφιλος]], [[υδρόφιλος]], [[ψυχρόφιλος]]<br />β) συνθετικό σε -<i>φιλής</i>: [[δημοφιλής]], [[θεοφιλής]], [[μουσοφιλής]], [[προσφιλής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αλιφιλής</i>, [[δυσφιλής]], [[ευφιλής]], [[κοινοφιλής]], [[μετριοφιλής]], [[μονοφιλής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαοφιλής]]].
|mltxt=-[[ίλεος]], τὸ, Α<br />[[φιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος της λ. [[φιλία]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. [[μῖσος]], [[νεῖκος]].<br />-η, -ο / [[φίλος]], -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[φίλαινα]] Ν, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> [[αγαπητός]], [[προσφιλής]] (α. «φίλο [[έθνος]]» β. «[[μηκέτι]], παῑδε [[φίλω]], πολεμίζετε, [[μηδέ]] μάχεσθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο φιλικά διακείμενος [[απέναντι]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], αυτός που αγαπά κάποιον ή [[κάτι]] (α. «[[φίλος]] του βιβλίου» β. «φίλαν ξένων ἄρουραν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[φίλος]] και <i>η [[φίλη]]<br />α) [[άτομο]] με το οποίο συνδέεται [[κανείς]] με αμοιβαία [[αγάπη]] και [[αφοσίωση]] (α. «[[είναι]] αχώριστοι φίλοι» β. «[[τῆλε]] [[φίλων]] ἀπόληται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[εραστής]], [[ερωμένος]] (α. «συζεί με τον φίλο της» β. «λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῡσαν οὐ [[στέργω]] φίλην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η κλητ. του αρσ.) <i>φίλε</i><br />χρησιμοποιείται ως [[προσφώνηση]], όταν απευθύνεται [[κανείς]] σε ένα άγνωστο [[πρόσωπο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>(λόγ.)</b> «φίλα [[φρονώ]]» — [[τρέφω]] φιλικά αισθήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του» — δηλώνει ότι η [[φιλία]] συγχωρεί τα ελαττώματα τών [[φίλων]]<br />β) «μια του φίλου, δυο του φίλου, [[τρεις]] και η κακή του [[μέρα]]» — δηλώνει ότι, [[ακόμη]] και [[απέναντι]] σε πρόσωπα τόσο αγαπητά όσο οι φίλοι, υπάρχει ένα όριο ανοχής<br />γ) «από [[μακριά]] και φίλοι» — λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες δεν [[είναι]] δυνατή η ύπαρξη μιας πραγματικής φιλίας και [[είναι]] καλύτερο να διατηρούνται οι τύποι και οι αποστάσεις<br />δ) «δείξε μου τον φίλο σου, να σού πω [[ποιος]] είσαι» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] κρίνεται από το [[περιβάλλον]] με το οποίο συναναστρέφεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμμαχος]] («εἰ [[πολλάκις]] καὶ φίλοι καὶ πολέμιοι γενόμενοι Λακεδαιμονίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («αἰεὶ δ' ἡμῑν [[δαίς]] τε [[φίλη]] κίθαρίς τε χοροί τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (στον Όμ. και σε άλλους ποιητές) (συν. σχετικά με [[μέλη]] του σώματος ή με τη ζωή του ομιλούντος) ο [[δικός]] (α. «κατεπλήγη φίλον [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «φίλον κατὰ λαιμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φίλοι</i><br />α) οι οικείοι<br />β) οι κοντινοί συγγενείς<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[φίλη]]<br />α) η [[μητέρα]] ως το κατ' εξοχήν αγαπητό [[πρόσωπο]]<br />β) η [[σύζυγος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλον</i><br />[[αντικείμενο]] αγάπης («ὅτι καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῑν καὶ τὸ φίλον σέβεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. [[χωρίς]] ἀρθρ. ως [[προσφώνηση]] προσ.) <i>φίλον</i><br />[[αγάπη]] μου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «φίλα ποιοῡμαι τινι» — [[κάνω]] φιλικές προτάσεις σε κάποιον (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[κουρίδιος]] [[φίλος]]» — ο [[σύζυγος]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «οἱ πρώτοι φίλοι» — [[ονομασία]] αξιώματος στην αιγυπτιακή [[αυλή]] <b>επιγρ.</b><br />δ) «[[φίλος]] [[πόνος]]» — ο [[συνήθης]] [[κόπος]] (<b>Θεόκρ.</b>)<br />στ) «φίλον ἐστί [ή γίγνεταί] μοι» — μού [[είναι]] αγαπητό, μού αρέσει (<b>Ομ. Οδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φίλως]] Α<br />φιλικά, με [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Παρά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, δυσερμήνευτο παραμένει το θ. της λ. [[φίλος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[μάλλον]] αβέβαιη, η λ. και τα παρ. της ανάγονται σε θ. <i>φιλο</i>- (όπου το -<i>λο</i>- [[είναι]] [[επίθημα]]), ενώ ένα θ. <i>φιλ</i>- που εμφανίζεται [[συχνά]] [[είναι]] δευτερεύον και όλοι οι σχηματισμοί από αυτό το θ. θεωρούνται αναλογικοί. Έτσι, τα παραθετικά <i>φιλ</i>-<i>ίων</i>, <i>φίλ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]], [[κατά]] τα [[κακίων]], [[κάκιστος]] <span style="color: red;"><</span> [[κακός]], ενώ οι τ. [[φίλτερος]], <i>φίλ</i>-<i>τατος</i> [[κατά]] τα [[φέρτερος]], [[φέρτατος]]. Ο μεσ. αόρ. [[φίλατο]] του ρ. [[φιλώ]] έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. ενεργ. αορ. <i>ἔφιλα</i> αναλογικά [[προς]] το [[σχήμα]] <i>δοκῶ</i>: <i>ἔδοξα</i> και όχι μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>φίλλω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τίλλω]]: <i>ἔτιλα</i>). Όσο για την [[εναλλαγή]] <i>φιλο</i>- / <i>φιλτο</i>- στο ανθρωπωνύμιο <i>Φιλ</i>- (<i>τ</i>)<i>όξενος</i> <b>πρβλ.</b> <i>Κλει</i>(<i>τ</i>)<i>ομένης</i>, <i>Φαν</i>(<i>τ</i>)<i>αγόρας</i>. Ωστόσο, πιθανότερη και οικονομικότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η [[οικογένεια]] αυτή τών λ. ανάγεται σε ένα αρχικό θ. <i>φιλ</i>- που [[είναι]] ανεξάρτητο από το θ. <i>φιλ</i>-<i>ε</i>-/<i>ο</i>-. Με [[αφορμή]] την ομηρική [[χρήση]] της λ. ως κτητικού και την μορφολογική ομοιότητά της με το λυδ. <i>bilis</i> «[[δικός]] του / της» (<span style="color: red;"><</span> <i>bi</i>- «αυτός»), η λ. [[φίλος]] υποστηρίζεται ότι [[είναι]] [[ανεξάρτητος]] [[σχηματισμός]] του γλωσσ. υποστρώματος, [[παράλληλος]] [[προς]] την αυτοπαθή αντων. <i>σφι</i> (<b>πρβλ.</b> και τους τ. της Γερμανικής: γοτθ. <i>swes</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sw</i><i>ā</i><i>s</i> «[[ίδιος]], [[δικός]] μου» <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ἕ</i>). Η [[άποψη]] αυτή, όμως, προσκρούει σε φωνολογικές δυσχέρειες, [[παρά]] την ύπαρξη του λακων. τ. <i>φι</i>(<i>ν</i>) της δοτ. [[σφιν]] της αντων. [[σφεῖς]]. Άλλες συνδέσεις της λ., [[τέλος]], όπως με το α' συνθετικό <i>Bil</i>- τών γερμ. κύριων ον. <i>Bil</i>(<i>i</i>)-<i>frid</i>, <i>Bili</i>-<i>grad</i> ή με το σλαβ. <i>milb</i> «[[αγαπητός]]», θεωρούνται [[ακόμα]] λιγότερο πιθανές. Σημασιολογικά, η λ. [[φίλος]] χαρακτηρίζεται από [[μεταβλητότητα]]. Λειτουργεί και ως ουσ. και ως επίθ., τόσο με ενεργ.όσο και παθ. σημ. Το ουσ. χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει καθέναν από τους δύο που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, [[είτε]] τον φιλοξενούμενο [[είτε]] αυτόν που φιλοξενεί, εκφράζοντας στην [[κυριολεξία]] όχι τόσο μια συναισθηματική [[σχέση]], όσο τη [[συμμετοχή]] σε μια [[σχέση]] ή ένα [[σύνολο]], τον ρόλο που έχει [[κατά]] κάποιο τρόπο αποκτηθεί. Αυτή η [[έννοια]] της αναπαλλοτρίωτης κτήσης απαντά και στον Όμηρο, όπου το επίθ. [[φίλος]] λειτουργεί ως κτητικό για να προσδιορίσει τις λ. <i>εἵματα</i>, [[ἦτορ]], [[θυμός]] κ.ά. Ως επίθ. [[επίσης]], η λ. αναφέρεται σε πρόσ. ή πράγματα με παθ. σημ. «[[αγαπητός]]» [[αλλά]] και, σπανιότερα, ενεργ. «αυτός που αγαπά». Η [[έννοια]] της αγάπης και της φιλίας, αν και δευτερεύουσα, [[είναι]] αρχαιότατη, ήδη απο τη μυκην. [[εποχή]], γι' αυτό και η λ. χρησιμοποιήθηκε και για τους συγγενείς που μένουν στην [[ίδια]] [[εστία]]. Στη Μυκηναϊκή, η λ. απαντά ως α' συνθετικό ανθρωπωνυμίων (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>pirokate</i> = <i>Φιλοκάρτης</i> / <i>Φιλοκράτης</i>, <i>piropatara</i> = <i>Φιλοπάτρα</i>). Ως β' συνθετικό, η λ. απαντά με τις μορφές: α) -<i>φιλος</i> [[είτε]] με σημ. «αυτός που έχει φίλους» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φιλος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φιλος</i>) [[είτε]] με σημ. «αυτός που αγαπά» (<b>πρβλ.</b> <i>πονηρό</i>-<i>φιλος</i>), και β) -<i>φιλής</i>, που έχει σχηματιστεί από το ρ. <i>φιλῶ</i>, μέσω ενός ουδ. [[φῖλος]], [[κατά]] τα -<i>αλγής</i>: <i>ἀλγῶ</i>: [[ἄλγος]], -<i>μισής</i>: <i>μισῶ</i>: [[μῖσος]] και έχει σημ. «αυτός που αγαπά ή αγαπιέται» (<b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>φιλής</i>, [[θεοφιλής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) α) σε -<i>φιλος</i>: [[άφιλος]], [[πολύφιλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απιστόφιλος</i>, <i>απρόσφιλος</i>, [[αρηΐφιλος]], <i>αρχίφιλος</i>, <i>ασύμφιλος</i>, [[γραόφιλος]], [[διαλυσίφιλος]], [[διΐφιλος]], [[θεόφιλος]], [[καινόφιλος]], [[καιρόφιλος]], [[κακόφιλος]], [[καλόφιλος]], [[κυστόφιλος]], [[λογόφιλος]] [[μεγαλόφιλος]], [[μεσόφιλος]], [[μυριόφιλος]], [[παιδόφιλος]], [[πάμφιλος]], [[πασίφιλος]], [[πονηρόφιλος]], [[υμνόφιλος]], [[φανερόφιλος]], [[φιλόφιλος]], [[χρηστόφιλος]], [[χρυσόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγλόφιλος]], [[αερόφιλος]], [[αιμόφιλος]], [[ακανθόφιλος]], <i>αμφιφυλόφιλος</i>, <i>ανεμόφιλος</i>, [[ανθόφιλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[ασβεστόφιλος]], [[βιβλιόφιλος]], [[γαλλόφιλος]], [[γαστρόφιλος]], [[γερμανόφιλος]], [[γυναικόφιλος]], [[δασόφιλος]], [[δενδρόφιλος]], [[εικονόφιλος]], [[ειρηνόφιλος]], [[εντομόφιλος]], [[ζωόφιλος]], [[ηλιόφιλος]], [[θεατρόφιλος]], [[θερμόφιλος]], [[ιταλόφιλος]], <i>κινηματογραφόφιλος</i>, <i>μαλακόφιλος</i>, <i>μουσικόφιλος</i>, [[μυρμηκόφιλος]], [[νεκρόφιλος]], [[ξενόφιλος]], [[ξηρόφιλος]], [[ομοφυλόφιλος]], [[ορνιθόφιλος]], [[ουδετερόφιλος]], [[παλιόφιλος]], <i>ποδοσφαιρόφιλος</i>, [[ποταμόφιλος]], [[ρωσόφιλος]], [[σαπρόφιλος]], [[σκιόφιλος]], [[σλαβόφιλος]], [[σπερμόφιλος]], [[υγρόφιλος]], [[υδρόφιλος]], [[ψυχρόφιλος]]<br />β) συνθετικό σε -<i>φιλής</i>: [[δημοφιλής]], [[θεοφιλής]], [[μουσοφιλής]], [[προσφιλής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αλιφιλής</i>, [[δυσφιλής]], [[ευφιλής]], [[κοινοφιλής]], [[μετριοφιλής]], [[μονοφιλής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαοφιλής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm