άκρο: Difference between revisions

3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [["
(2)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄκρον]])<br /><b>1.</b> το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο [[σημείο]] ενός πράγματος ή τόπου, η [[άκρη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το υπέρτατο [[σημείο]], ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]], το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. [[υπερβολή]], [[ακρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα [[άκρα]] (άνω και [[κάτω]]), τα ακραία [[μέλη]] (δηλ. τα χέρια και τα πόδια) του σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] τών [[άκρων]]», αυτός που δεν γνωρίζει τη [[μέση]] οδό, [[υπερβολικός]], [[ασυμβίβαστος]], [[άκαμπτος]]<br />(<b>επιρρ. φρ.</b>) «απ' άκρου εις [[άκρον]]», σε όλη την [[έκταση]], «[[πέρα]] για [[πέρα]]»<br />«τα (δύο) [[άκρα]] (αντίθετα)», για ανθρώπους που δεν συμφωνούν σε [[τίποτε]], που έχουν εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες<br />«το [[άκρον]] [[άωτον]]», <b>μτφ.</b> το κατ' εξοχήν, το υπέρτατο, το πιο υπερβολικό, το [[ζενίθ]]<br />«[[φτάνω]] στα [[άκρα]]» και «[[πιάνω]] τα [[άκρα]]», παραφέρομαι, [[φτάνω]] σε ένα [[σημείο]] απ' όπου δεν [[μπορώ]] να υποχωρήσω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τα όρια μιας χώρας, [[σύνορο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορυφή]] όρους<br /><b>2.</b> [[άκρη]] γης, [[ακρωτήριο]]<br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ἄκρα]]<br /><b>3.</b> τα ύψη<br /><b>4.</b> το έσχατο [[μέρος]], [[εσχατιά]], [[πέρας]]<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα) [[καύχημα]], [[καμάρι]], [[μεγαλείο]]<br /><b>6.</b> (στην Αριστοτέλεια Λογική) ο [[μείζων]] και ο [[ελάσσων]] όρος συλλογισμού (σε αντίθ. με το [[μέσον]])<br /><b>7.</b> οι δύο άκροι όροι μιας αναλογίας (<b>βλ.</b> και [[ἄκρος]])<br /><b>8.</b> «[[ἄκρα]] νάων» — τα ακρόπρωρα<br /><b>9.</b> «[[ἄκρα]] χειρῶν» — τα χέρια<br /><b>10.</b> «δρυὸς [[ἄκρα]]» — τα [[ακρόδρυα]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρα]] φέρομαι», [[κερδίζω]] [[βραβείο]]<br />«εἰς [[ἄκρον]]», υπερβολικά, [[μέχρι]] υπερβολής<br />«ἐξ [[ἄκρων]]» (και «ἐπ' ἄκροις»), στο [[τέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσιαστικοποιημένο ουσ. του επιθ. [[ἄκρος]]].
|mltxt=το (Α [[ἄκρον]])<br /><b>1.</b> το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο [[σημείο]] ενός πράγματος ή τόπου, η [[άκρη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το υπέρτατο [[σημείο]], ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]], το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. [[υπερβολή]], [[ακρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[άκρα]] (άνω και [[κάτω]]), τα ακραία [[μέλη]] (δηλ. τα χέρια και τα πόδια) του σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] τών [[άκρων]]», αυτός που δεν γνωρίζει τη [[μέση]] οδό, [[υπερβολικός]], [[ασυμβίβαστος]], [[άκαμπτος]]<br />(<b>επιρρ. φρ.</b>) «απ' άκρου εις [[άκρον]]», σε όλη την [[έκταση]], «[[πέρα]] για [[πέρα]]»<br />«τα (δύο) [[άκρα]] (αντίθετα)», για ανθρώπους που δεν συμφωνούν σε [[τίποτε]], που έχουν εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες<br />«το [[άκρον]] [[άωτον]]», <b>μτφ.</b> το κατ' εξοχήν, το υπέρτατο, το πιο υπερβολικό, το [[ζενίθ]]<br />«[[φτάνω]] στα [[άκρα]]» και «[[πιάνω]] τα [[άκρα]]», παραφέρομαι, [[φτάνω]] σε ένα [[σημείο]] απ' όπου δεν [[μπορώ]] να υποχωρήσω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τα όρια μιας χώρας, [[σύνορο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορυφή]] όρους<br /><b>2.</b> [[άκρη]] γης, [[ακρωτήριο]]<br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ἄκρα]]<br /><b>3.</b> τα ύψη<br /><b>4.</b> το έσχατο [[μέρος]], [[εσχατιά]], [[πέρας]]<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα) [[καύχημα]], [[καμάρι]], [[μεγαλείο]]<br /><b>6.</b> (στην Αριστοτέλεια Λογική) ο [[μείζων]] και ο [[ελάσσων]] όρος συλλογισμού (σε αντίθ. με το [[μέσον]])<br /><b>7.</b> οι δύο άκροι όροι μιας αναλογίας (<b>βλ.</b> και [[ἄκρος]])<br /><b>8.</b> «[[ἄκρα]] νάων» — τα ακρόπρωρα<br /><b>9.</b> «[[ἄκρα]] χειρῶν» — τα χέρια<br /><b>10.</b> «δρυὸς [[ἄκρα]]» — τα [[ακρόδρυα]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρα]] φέρομαι», [[κερδίζω]] [[βραβείο]]<br />«εἰς [[ἄκρον]]», υπερβολικά, [[μέχρι]] υπερβολής<br />«ἐξ [[ἄκρων]]» (και «ἐπ' ἄκροις»), στο [[τέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσιαστικοποιημένο ουσ. του επιθ. [[ἄκρος]]].
}}
}}