3,276,932
edits
(5) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)<br />(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) | |mltxt=τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)<br />(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα [[καθέκαστα]]<br />οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα [[καθέκαστα]] για την [[υπόθεση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως αντων.) ο [[καθένας]] [[χωριστά]]<br /><b>2.</b> (επιρρηματικώς, με ή [[χωρίς]] το ουσ. [[ημέρα]]) καθημερινά (α. «[[καθεκάστην]] ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων<br />β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐν τοῑς καθέκαστον» — στα [[μερικά]], στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>καθ</i>' <i>ἕκαστον</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθέκαστα:''' βλ. [[ἕκαστος]]. | |lsmtext='''καθέκαστα:''' βλ. [[ἕκαστος]]. | ||
}} | }} |